Την προηγούμενη εβδομάδα άκουσα μία πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία από τον Βαγγέλη Κουμπιάδη, που θεωρώ ότι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για αυτό και σας την αναφέρω, δια χειρός κ. «Κ» λοιπόν…
ΤΑ ΚΙΟΥΠΙΑ στη Ρόδο στεγάζονται σε ένα κτίριο το οποίο αρχικά την δεκαετία του 1930 κατασκευάστηκε και χρησιμοποιήθηκε ως στρατόπεδο από τους Ιταλούς. Μετά τον πόλεμο κατοικήθηκε από την οικογένεια του Χουσνί και της Πακιζέ Κεντικελέν ενώ τη δεκαετία του 60 το κτίριο μετατράπηκε σε ταβέρνα από ένα ξάδερφο του κ. Κεντιλέν, τον κ. Ρετσέπ, ο οποίος κατάφερε να γίνει αρκετά διάσημος ως εστιάτορας.
Ο κ. Ρετζτέπ εγκατέλειψε την ταβέρνα και στα μέσα της δεκαετίας του 70 και την ανέλαβε ο κ. Θερμός ο οποίος το 1980 την παρέδωσε στον πατέρα μου.
Ο πατέρας μου ονόμασε το εστιατόριο ΤΑ ΚΙΟΥΠΙΑ και ξεκίνησε το ταξίδι και η περιπέτεια της γεύσης. Εγώ από δεκατριών ετών το 1984 πήγα μαζί με το αδελφό μου Θανάση να βοηθήσω τους γονείς μου στο μαγαζί.
Μεγάλωσα μέσα στα χωράφια της περιοχής «τρεις» που βρίσκονται ΤΑ ΚΙΟΥΠΙΑ, δίπλα από εμάς έμενε η γιαγιά, από την οποία ζητούσαμε συχνά να πάρουμε από το περιβόλι της διάφορα μυρωδικά που θέλαμε όπως φρέσκο δυόσμο. Η γιαγιά μας αντιμετώπιζε σαν εγγόνια της και εμείς την αποκαλούσαμε γιαγιά, ειδικά για εμένα που ήμουν πάντα λιχούδης μου έκρυβε κάθε Μάιο ένα ξεχωριστό βαζάκι γλυκό (καϊσί) βερύκοκο από το δέντρο στην αυλή του σπιτιού της, το οποίο έκανε για τα τέσσερα παιδιά της, τα δώδεκα φυσικά εγγόνια της και εμένα.
Σιγά, σιγά μεγαλώνοντας εγώ έτρωγα από αυτά που έφτιαχνε (λες και δεν μου έφταναν όλα αυτά τα θαύματα που έκανε ο πατέρας μου στο μαγαζί).
Ένα από αυτά ήταν και τα σέσκουλα με το γιαούρτι, τα οποία αφού τα έβραζε τα ανακάτευε με γιαούρτι το οποίο είχε αραιώσει πολύ με ελαιόλαδο, νερό, λεμόνι, αλάτι και πιπέρι. Αυτό ακριβώς το πιάτο έτσι όπως το θυμάται ο πατέρας (με τον όποιο εκσυγχρονισμό έχει προκύψει) το προσφέρουμε και στα ΚΙΟΥΠΙΑ στο Κολωνάκι. Είναι ένα πολύ «μεγάλο» πιάτο βγαλμένο από την ελληνική φύση και την ανάγκη για γεύση με «ταπεινά» υλικά. Χαίρομαι γιατί κουβαλάμε και σε αυτό το νέο εστιατόριό μας, το πνεύμα της γιαγιάς Πακιζέ μια και αυτή δεν είναι πια κοντά μας εδώ και οχτώ χρόνια.
ΤΑ ΚΙΟΥΠΙΑ στη Ρόδο στεγάζονται σε ένα κτίριο το οποίο αρχικά την δεκαετία του 1930 κατασκευάστηκε και χρησιμοποιήθηκε ως στρατόπεδο από τους Ιταλούς. Μετά τον πόλεμο κατοικήθηκε από την οικογένεια του Χουσνί και της Πακιζέ Κεντικελέν ενώ τη δεκαετία του 60 το κτίριο μετατράπηκε σε ταβέρνα από ένα ξάδερφο του κ. Κεντιλέν, τον κ. Ρετσέπ, ο οποίος κατάφερε να γίνει αρκετά διάσημος ως εστιάτορας.
Ο κ. Ρετζτέπ εγκατέλειψε την ταβέρνα και στα μέσα της δεκαετίας του 70 και την ανέλαβε ο κ. Θερμός ο οποίος το 1980 την παρέδωσε στον πατέρα μου.
Ο πατέρας μου ονόμασε το εστιατόριο ΤΑ ΚΙΟΥΠΙΑ και ξεκίνησε το ταξίδι και η περιπέτεια της γεύσης. Εγώ από δεκατριών ετών το 1984 πήγα μαζί με το αδελφό μου Θανάση να βοηθήσω τους γονείς μου στο μαγαζί.
Μεγάλωσα μέσα στα χωράφια της περιοχής «τρεις» που βρίσκονται ΤΑ ΚΙΟΥΠΙΑ, δίπλα από εμάς έμενε η γιαγιά, από την οποία ζητούσαμε συχνά να πάρουμε από το περιβόλι της διάφορα μυρωδικά που θέλαμε όπως φρέσκο δυόσμο. Η γιαγιά μας αντιμετώπιζε σαν εγγόνια της και εμείς την αποκαλούσαμε γιαγιά, ειδικά για εμένα που ήμουν πάντα λιχούδης μου έκρυβε κάθε Μάιο ένα ξεχωριστό βαζάκι γλυκό (καϊσί) βερύκοκο από το δέντρο στην αυλή του σπιτιού της, το οποίο έκανε για τα τέσσερα παιδιά της, τα δώδεκα φυσικά εγγόνια της και εμένα.
Σιγά, σιγά μεγαλώνοντας εγώ έτρωγα από αυτά που έφτιαχνε (λες και δεν μου έφταναν όλα αυτά τα θαύματα που έκανε ο πατέρας μου στο μαγαζί).
Ένα από αυτά ήταν και τα σέσκουλα με το γιαούρτι, τα οποία αφού τα έβραζε τα ανακάτευε με γιαούρτι το οποίο είχε αραιώσει πολύ με ελαιόλαδο, νερό, λεμόνι, αλάτι και πιπέρι. Αυτό ακριβώς το πιάτο έτσι όπως το θυμάται ο πατέρας (με τον όποιο εκσυγχρονισμό έχει προκύψει) το προσφέρουμε και στα ΚΙΟΥΠΙΑ στο Κολωνάκι. Είναι ένα πολύ «μεγάλο» πιάτο βγαλμένο από την ελληνική φύση και την ανάγκη για γεύση με «ταπεινά» υλικά. Χαίρομαι γιατί κουβαλάμε και σε αυτό το νέο εστιατόριό μας, το πνεύμα της γιαγιάς Πακιζέ μια και αυτή δεν είναι πια κοντά μας εδώ και οχτώ χρόνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου